φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 … Dictionary of Greek
φολίδα — φολίς horny scale fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λέπος — το (Α λέπος) [λέπω] λέπι ή φολίδα αρχ. φλοιός, κέλυφος («κυάμου λέπος», Λουκ.) … Dictionary of Greek
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
φολίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. φολίδα … Dictionary of Greek
φολιδοειδής — ές, ΜΑ αυτός που μοιάζει με φολίδα, λεπιδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φολίς, ίδος + ειδής*] … Dictionary of Greek
φωλίς — (I) ίδος, ἡ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α βλ. φολίδα … Dictionary of Greek
Σουόνσκομπ, άνθρωπος του- — Πρωτάνθρωπος που ίχνη του βρέθηκαν στο Κεντ της Μ. Βρετανίας, στην τοποθεσία Σουόνσκομπ (1935). Τα ίχνη του άνθρωπου του Σ. εντοπίστηκαν σε πλειστοκαινικά πετρώματα. Πρόκειται για ένα ινιακό και ένα βρεγματικό οστούν, που μελετήθηκαν από… … Dictionary of Greek